καλαμοπόδαρος

καλαμοπόδαρος
-η, -ο
1. αυτός που έχει πόδια λεπτά σαν καλάμια, ο λεπτός και ισχνός
2. το ουδ. ως ουσ. το καλαμοπόδαρο
κνήμη λεπτή και ισχνή σαν καλάμι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καλαμοπόδαρος — η, ο αυτός που έχει μακριά και αδύνατα πόδια σαν καλάμια: Τι να ζηλέψεις απ αυτή την καλαμοπόδαρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλάμι — Κοινή ονομασία του βοτανικού είδους αρούνδος ο δόναξ, της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Είναι φυτό πολυετές, με ρίζωμα που σύρεται και βλαστό (καλάμι) κοίλο, διαμέτρου 3 6 εκ. και ύψους 3 7 μ., στην κορυφή του οποίου εμφανίζεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”